μουρντάρης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. βρόμικος, ρυπαρός: Έχει μουρντάρικο σπίτι. 2. μτφ., άνθρωπος ακόλαστος, ανήθικος, που ρέπει σε ασέλγεια: Έχει μουρντάρη αρραβωνιαστικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρντάρικος — και μουρδάρικος, η, ο [μουρντάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μουρντάρη 2. μουρντάρης … Dictionary of Greek
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] … Dictionary of Greek
μουρδάρης — ο βλ. μουρντάρης … Dictionary of Greek
μουρνταρεύω — και μουρδαρεύω [μουρντάρης] 1. βρομίζω, λερώνω, μαγαρίζω 2. φέρομαι ανήθικα, παρεκτρέπομαι 3. κάνω καταχρήσεις οικονομικής φύσεως, υπεξαιρώ ξένα χρήματα, επιδιώκω την απόκτηση αθέμιτου κέρδους με δόλο … Dictionary of Greek
μουρνταριά — και μουρδαριά η [μουρντάρης] η ιδιότητα τού μουρντάρη … Dictionary of Greek
murdar — MURDÁR, Ă, murdari, e, adj. 1. Plin de pete, acoperit de praf, de murdării, îmbâcsit de necurăţenie; nespălat, întinat. ♦ (Despre fiinţe) Care nu se spală, care nu respectă curăţenia. ♦ (Despre apă, lumină etc.) Lipsit de claritate; tulbure. 2.… … Dicționar Român
μουρνταριά — η 1. το να είναι κανείς μουρντάρης, το βρόμισμα: Έκανε μουρνταριές στην κουζίνα. 2. μτφ., ακόλαστη πράξη, ανηθικότητα: Τον παράτησε γιατί έκανε μουρνταριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)