μουρντάρης

μουρντάρης
και μουρδάρης, -άρα, -άρικο, θηλ. και μουρντάρισσα και μουρδάρισσα
(ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.)
1. ακάθαρτος, βρόμικος, μιαρός
2. αυτός που κάνει ανήθικες πράξεις, ασελγής
3. αυτός που επιδιώκει και πραγματοποιεί με δόλο αθέμιτα κέρδη
4. (για σύζυγο) άπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. murdar. Κατ' άλλους, πιθ. από λατ. merda ή από μούργα < αρχ. ἀμόργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουρντάρης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. βρόμικος, ρυπαρός: Έχει μουρντάρικο σπίτι. 2. μτφ., άνθρωπος ακόλαστος, ανήθικος, που ρέπει σε ασέλγεια: Έχει μουρντάρη αρραβωνιαστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρντάρικος — και μουρδάρικος, η, ο [μουρντάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μουρντάρη 2. μουρντάρης …   Dictionary of Greek

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] …   Dictionary of Greek

  • μουρδάρης — ο βλ. μουρντάρης …   Dictionary of Greek

  • μουρνταρεύω — και μουρδαρεύω [μουρντάρης] 1. βρομίζω, λερώνω, μαγαρίζω 2. φέρομαι ανήθικα, παρεκτρέπομαι 3. κάνω καταχρήσεις οικονομικής φύσεως, υπεξαιρώ ξένα χρήματα, επιδιώκω την απόκτηση αθέμιτου κέρδους με δόλο …   Dictionary of Greek

  • μουρνταριά — και μουρδαριά η [μουρντάρης] η ιδιότητα τού μουρντάρη …   Dictionary of Greek

  • murdar — MURDÁR, Ă, murdari, e, adj. 1. Plin de pete, acoperit de praf, de murdării, îmbâcsit de necurăţenie; nespălat, întinat. ♦ (Despre fiinţe) Care nu se spală, care nu respectă curăţenia. ♦ (Despre apă, lumină etc.) Lipsit de claritate; tulbure. 2.… …   Dicționar Român

  • μουρνταριά — η 1. το να είναι κανείς μουρντάρης, το βρόμισμα: Έκανε μουρνταριές στην κουζίνα. 2. μτφ., ακόλαστη πράξη, ανηθικότητα: Τον παράτησε γιατί έκανε μουρνταριές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”